δημόσια συνάθροιση

δημόσια συνάθροιση
Η συγκέντρωση ενός αριθμού προσώπων για την υποστήριξη μιας άποψης και την επιτυχία ενός σκοπού, συνήθως πολιτικού ή συνδικαλιστικού χαρακτήρα, χωρίς να αποκλείεται και ο πολιτιστικός ή και εθνικός. Για την επιτυχία της δ.σ. πρέπει να υπάρχει συνειδητή συμμετοχή των προσώπων που συναθροίζονται και πρόθεση να εμφανιστούν ως ομαδική δύναμη. Ο αριθμός δεν έχει σπουδαία σημασία, φτάνει να δίνεται η εντύπωση του συγκεντρωμένου πλήθους. Ο τόπος της συνάθροισης δεν είναι κατ’ ανάγκη δημόσιος (οδός, πλατεία, δημόσιο κατάστημα κλπ.), καθώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ιδιωτικός χώρος, αρκεί η συνάθροιση να είναι ανοιχτή σε οποιονδήποτε αποδέχεται τον επιδιωκόμενο σκοπό και επιθυμεί να συμμετάσχει. Δεν μπορεί, όμως, να γίνει λόγος για δ.σ. όταν ο τόπος της συγκέντρωσης είναι μυστικός. Η δ.σ. αναφέρεται στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα που προστατεύει το Σύνταγμα. Σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 του Συντάγματος, η αστυνομία έχει το δικαίωμα να είναι παρούσα σε δ.σ., μόνο όταν αυτές τελούνται στην ύπαιθρο. Επίσης δυνατότητα απαγόρευσης προβλέπεται μόνο για τις δ.σ. που γίνονται στην ύπαιθρο, με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής, αν εξαιτίας της δ.σ. υπάρχει κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια ή, σε σχέση με ορισμένη περιοχή, αν απειλείται σοβαρή διαταραχή της κοινωνικοοικονομικής της ζωής. Η απαγόρευση της δ.σ. συνεπάγεται ποινικές ευθύνες για όσους συμμετέχουν ή όσους αρνούνται να απομακρυνθούν. Η χρησιμοποίηση βίας στοιχειοθετεί το ποινικό αδίκημα της στάσης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συνάθροιση — η / συνάθροισις, οίσεως, ΝΜΑ [συναθροίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συναθροίζω, συγκέντρωση, σύναξη νεοελλ. 1. οικολ. ομαδοποίηση ατόμων ενός και τού ίδιου είδους σε έναν περιορισμένο βιότοπο 2. φρ. «δημόσια συνάθροιση» (ποιν. δίκ.)… …   Dictionary of Greek

  • δημόσια αρχή — Κάθε δημόσια λειτουργία του κράτους, προορισμένη, σύμφωνα με το σύνταγμα και τους νόμους, να εκπληρώνει τους σκοπούς της πολιτείας άμεσα ή έμμεσα και να εκτελεί το έργο της διοίκησης. Μπορεί να αποτελείται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα. Η δ.α.… …   Dictionary of Greek

  • αγόρευση — Η λέξη προέρχεταιαπό το ρήμα αγορεύω· εκφωνώ λόγο σε δημόσια συνάθροιση, κυρίως δικαστήριο ή βουλή. Η α. αποτελούσε ουσιωδέστατο στοιχείο για τη λειτουργία των αρχαίων ελληνικών δημοκρατικών πολιτευμάτων (δημηγορία). Κάθε ελεύθερος πολίτης… …   Dictionary of Greek

  • διατάραξη — η (AM διατάραξις) 1. διαταραχή, διασάλευση νεοελλ. 1. αστρον. κάθε μεταβολή τών στοιχείων τής τροχιάς ενός ουράνιου σώματος που κινείται γύρω από άλλο ουράνιο σώμα, η οποία οφείλεται στην ύπαρξη ενός ή περισσότερων άλλων σωμάτων 2. γεωλ. η αλλαγή …   Dictionary of Greek

  • αγορά — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… …   Dictionary of Greek

  • αγόρα — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… …   Dictionary of Greek

  • αγώνας — Οι αρχαίοι ονόμαζαν στην αρχή α. τον τόπο συνάθροισης των πολιτών· αργότερα η λέξη κατέληξε να σημαίνει τον αθλητικό διαγωνισμό που γινόταν σε αυτό τον τόπο μπροστά στον λαό. Υπήρχαν α. διαφόρων ειδών και σε μερικές πόλεις τελούνταν ακόμα και… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • συλλογή — Η συνηθέστερη σημασία της λέξης είναι η συγκέντρωση αντικείμενων με κάποια αξία, σπάνιων ή περίεργων, ταξινομημένων σύμφωνα με τα κριτήρια ή το σκοπό εκείνου που τα μαζεύει (συλλέκτη) και τα οποία αποτελούν συχνά αντικείμενο ανταλλαγών ή και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”